αγνωμονώ

αγνωμονώ
αγνωμόνησα, αμτβ., είμαι αγνώμονας, αχάριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγνωμονώ — (Α ἀγνωμονῶ έω) [ἀγνώμων] είμαι αγνώμων, αχάριστος, συμπεριφέρομαι άσπλαχνα ή άδικα σε κάποιον αρχ. παθ. μέ μεταχειρίζονται άσχημα, μού συμπεριφέρονται άδικα ή απρεπώς …   Dictionary of Greek

  • ἀγνωμονῶ — ἀγνωμονέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγνωμονέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή …   Dictionary of Greek

  • καταγνωμονώ — καταγνωμονῶ, έω (Μ) κάνω κάτι χωρίς κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγνωμονῶ (< ἀγνώμων «αλόγιστος, απερίσκεπτος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”